- ἀναδεῖξαν
- ἀναδείκνυμιlift up and showaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Ρέυνολντς, σερ Τζόσουα — (Reynolds, Πλάιμπτον Ερλ, Ντέβονσαϊρ 1723 – Λονδίνο 1792). Άγγλος ζωγράφος, εξαιρετική μορφή στην ιστορία της αγγλικής τέχνης όχι μόνο για τη ζωγραφική αλλά και για την κριτική και θεωρητική του δραστηριότητα. Το 1741 έγινε μαθητής στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek
Ρισπέν, Ζαν — (Richepin, Αλγερία 1849 – Παρίσι 1926). Γάλλος συγγραφέας. Έζησε περιπετειώδη ζωή και ασχολήθηκε με πολλά επαγγέλματα ώσπου να καταπιαστεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία (ναυτικός, χαμάλης, ηθοποιός κ.ά.). Αργότερα συνεργάστηκε με διάφορες… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek
αναδείχνω — ανάδειξα, αναδείχτηκα, αναδειγμένος. 1. κάτι αφανές το κάνω σπουδαίο: Ο αδελφός του τον ανάδειξε. 2. εκλέγω, διορίζω: Οι τελευταίες εκλογές τον ανάδειξαν δήμαρχο. 3. το μέσ., αναδείχνομαι διακρίνομαι, προοδεύω: Αναδείχτηκε με τη δουλειά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)